- μεσουράνημα
- και μεσουράνισμα, το (ΑM μεσουράνημα, Μ και μεσουράνισμα) [μεσουρανώ]η θέση τού Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο μέσο τού ουρανού («εἶτ' ἐπιβαίνειν πάλιν ἕως τοῡ ὑπὸ γῆν μεσουρανήματος», Στράβ.)νεοελλ.μτφ. το ύψιστο σημείο ακμής, ο Κολοφώνας, το κορύφωμα δράσης, κατάστασης, επιτυχίας ή δόξας, το άκρον άωτον («ο θάνατος τόν πήρε πάνω στο μεσουράνημα τής δόξας του»)αρχ.1. (στην Αγία Γραφή) ο χώρος μεταξύ ουρανού και γης («ἤκουσα ἑνὸς ἀετοῡ πετομένου ἐν μεσουρανήματι», ΚΔ)2. αστρολ. χαρακτηρισμός τού αστερισμού Κριού, επειδή πιστευόταν ότι βρισκόταν στον μεσημβρινό κατά τη δημιουργία τού κόσμου3. αστρολ. ονομασία τού δέκατου τόπου.
Dictionary of Greek. 2013.